-
1 обстоятельство
-а ουδ.1. περίπτωση•отягчающие (вину) -а επιβαρυντικές περιπτώσεις (περιστατικά)•
смягчающие -а ελαφρυντικές περιπτώσεις (περιστα,τικά).
2. πλθ. -а συνθήκες, περιστάσεις•это зависит от -ств αυτό εξαρτάται από τις περιστάσεις•
при нынешних -ах στις τωρινές συνθήκες•
при данных -ах στις δοσμένες περιστάσεις•
по семейным ή по домашним -ам για οικογενειακούς λόγους•
по независящим -ам για λόγους ανώτερης βίας ή παρά τη θέληση μου•
ни при каких -ах σε καμιά περίπτωση, επ ουδενί λόγω.
|| σύμπτωση, συγκυρία, συντυχία•счастливое обстоятельство ευτυχής σύμπτωση.
3. (γραμμ.) προσδιορισμός•обстоятельство места τοπικός προσδιορισμός•
обстоятельство времени χρονικός προσδιορισμός•
обстоятельство образа действия τροπικός προσδιορισμός.
εκφρ.смотря (гляди) по -ам – κατά τις περιστάσεις•стечение -ств – συγκυρία, εξέλιξη (συρροή) περιστάσεων.
См. также в других словарях:
Рижская киностудия — Рижская киностудия … Википедия
Рижская к/ст — Рижская киностудия Год основания 1948 Расположение Рига, Латвия Отрасль кинематограф … Википедия